Πηγή Φωτογραφίας:του Κ. Κόφτη από τα Soxalidika Mouchampetia στο facebook
Στις 2 του Γενάρη αναβιώνει το έθιμο του «Ποδιακού ή Πολιάζοβάνι». Πολύ πρωί ο αρχηγός της οικογένειας σηκώνεται και πηγαίνει στη βρύση. Οι βρύσες ήταν έξω από τα σπίτια στις γειτονιές, όπως θυμούνται οι παλιότεροι.
Παίρνει μια στάμνα άδεια από το σπίτι, πάει στη βρύση και, αφού πλυθεί, τη γεμίζει με νερό. Παίρνει ακόμη μια άσπρη πέτρα απέξω και μπαίνοντας στο σπίτι την τοποθετεί δίπλα στο τζάκι και την ονομάζει «κλώσσα» λέγοντας ταυτόχρονα την ευχή: «όπως γεννάει και κλωσσάει η κλώσσα, να έχει ευτυχία το σπίτι και να είναι γεμάτο από όλα τα αγαθά!». Με τη στάμνα πηγαίνει σε όλες τις γωνιές του σπιτιού και ραντίζει λέγοντας ευχές που επιθυμεί η οικογένεια, όπως: «Υγεία, ευτυχία» ή ακόμη «καλό γαμπρό -για ελεύθερη κοπέλα», «πολλά παιδούδια-για ευγονία», «καλά γεράματα -για γέροντες».
Αφού πιούνε τον καφέ, ο αρχηγός της οικογένειας πρέπει να εκτελέσει μια εργασία σχετική με το επάγγελμά του για να του πιαστεί η χρονιά να δουλεύει. Π.χ. αν είναι γεωργός, να πάει στο χωράφι, να ρίξει κοπριά φορτωμένη στο γαϊδούρι με τα κοφίνια, αν είναι επαγγελματίας, να ανοίξει το μαγαζί του να κάνει χερικό, αν είναι κτηνοτρόφος, να πάει να αρμέξει τα ζώα κτλ.
Τα μικρά παιδιά είχαν μια άλλη αποστολή. Τα έντυναν καλά οι μάνες τους, γιατί έκανε φριχτό κρύο και τα εφοδίαζαν με ένα μπουκάλι γεμάτο με νερό. Αποστολή αυτών που είχαν καλό και «δοκιμασμένο ποδαρικό» ήταν να γυρίσουν από σπίτι σε σπίτι και να ραντίσουν όλες τις γωνιές και να πουν τις ανάλογες ευχές για κάθε νοικοκυριό.
Στη φωτογραφία το ποδιακό στις 2.1.1965
Ο πατέρας, αφού έκανε τις σχετικές με το επάγγελμά του εργασίες τις πρώτες πρωινές ώρες, έβγαινε στην αγορά για να αρχίσει το γλέντι με τους ζουρνάδες και τα νταούλια, που έρχονταν κάθε χρόνο από το νομό Σερρών.
Σε κάθε καφενείο συγκεντρωνόταν παρέες και άρχιζε το γλέντι ανάλογα. Θα αναφερθώ στη δική μας παρέα που ήταν γλεντζέδικη και τη θυμούνται οι παλιότεροι. Μνημονεύω πρώτα τα ονόματα των φίλων που έχουν φύγει για την «αντίπερα όχθη»: ο αξιαγάπητος από όλους Σεραφείμ Βασιλικός, Τάσιος Ζιώγας, Κανάρης Κωνσταντίνος του Αγγέλου,Τερζής Διονύσης, Αλεξιάδης Γεώργιος, Νέστωρ Γερμιτσιώτης. Οι επιζώντες είμαστε οι: Ναρρές Παναγιώτης, Αδαμίδης Γεώργιος, Ζαχαρέγκας Γεώργιος, Τριαντάφυλλος Ντάκαλης, Τάσσος Τσιλιμπώνης, Βαγγέλης Γρατσωνίδης, Ηλίας Γκούρτσιος, Ηλίας Κανάρης, Παναγιώτης Νούλιος.
Τα νταούλια τα κλείναμε από την προηγούμενη μέρα και μας περίμεναν στο καφενείο του Χρήστου Ζαχαρέγκα. Μαζευόμασταν και αρχίζαμε το γλέντι. Φυσικά, μας ακολουθούσαν και άλλοι φίλοι όσοι γουστάραν να γλεντήσουν μαζί μας. Αφού πίναμε αρκετά ούζα ξεκινούσαμε τη γύρα σε όλη την αγορά. Ένα άτομο έπαιρνε ένα μεγάλο κλαδί από πουρνάρι, «την παρνάρκα», που κάθε χρόνο το έκοβε από το βουνό και μας το έφερνε ο Ηλίας Γκούρτσιος. Ένας εθελοντής, συνήθως ο Τριαντάφυλλος Ψαράς, το έπαιρνε στο χέρι ψηλά και με τα όργανα πατινάδα πηγαίναμε από μαγαζί σε μαγαζί και κερνούσαν ανάλογα δώρα στο δέντρο, όπως λουκάνικα, κρέατα κτλ, για να τα φάμε στη συνέχεια. Κατόπιν γυρίζαμε στο καφενείο και συνεχιζόταν το γλέντι.
Ιδιαίτερη μνεία θα κάνω σε ένα περιστατικό που συνέβη στην παρέα μας το έτος 1968. Καθώς διασκεδάζαμε στο καφενείο του Χρήστου Ζαχαρέγκα και είμασταν πάνω στο «τσακίρ κέφι», ο Ηλίας Κανάρης φέρνει το φορτηγό του, μια καμήλα» και μας λέει: «ανεβείτε όλοι πάνω, θα πάμε στην Αυγή (διπλανό χωριό) μας περιμένουν!». Πειθόμενοι με τα νταούλια, τους ζουρνάδες και όλοι μαζί ανεβήκαμε και φτάσαμε στην Αυγή. Εκεί βρήκαμε μια στρωμένη παρέα και συνεχίσαμε το γλέντι. Ένας φίλος μας από την Αυγή, ο Κυριάκος Σωπιάδης λέει: «Θα σφάξουμε το γρούνι που έχουμε στο σπίτι μου, για να το φάμε!». Αμέσως με τα όργανα πήγαμε όλοι μαζί χορεύοντας. Το γουρούνι ήταν στο κουμάσι (=φωλιά του). Το δένει από το πόδι, το αρπάζει ο Τριαντάφυλλος ο Ντάκαλης με το σκοινί και το τραβάει, για να το πάμε στο καφενείο να το σφάξουμε. Το γουρούνι να φωνάζει και η μάνα του Κυριάκου έξαλλη που της έπαιρναν του γρούνι της μας κυνηγάει και μας φωνάζει στην ποντιακή διάλεκτο: «Γιατί παίρνετε το γρούνι;». Ο γιος της ο Κυριάκος όμως ήταν ανένδοτος, γιατί μας είχε δώσει το λόγο του και δεν τον έπαιρνε πίσω. Στο καφενείο μας περίμενε ο Παναγιώτης Αναστασιάδης από την Αυγή με το μαχαίρι στο χέρι. Το γουρούνι σφάχτηκε και φαγώθηκε τελικά.
Παράλληλα με αυτό το περιστατικό συνέβη και ένα άλλο απρόοπτο και ευτράπελο γεγονός. Ο Σταμάτης Μάτιος πιστός στις παραδόσεις, για το καλό της χρονιάς, όπως κάθε Σοχινός, φόρτωσε το άλογο του με πατάτες και ήρθε στην Αυγή για να τις πουλήσει και να πάει έτσι καλά η χρονιά του. Μόλις άκουσε τα όργανα, δένει το φορτωμένο άλογο σε ένα φράχτη και συνεχίζει μαζί μας το γλέντι. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, ο μεθυσμένος Σταμάτης Μάτιος ξέχασε το δεμένο άλογο του και ανέβηκε μαζί μας στο φορτηγό. Όταν φτάσαμε στο Σοχό, πήγε να κοιμηθεί. Την άλλη μέρα ήρθε να ζητάει από εμάς το άλογό του. Του απαντήσαμε: «Σταμάτη, να πας να το βρεις εκεί που το έδεσες χθες!». Πράγματι πήγε ξανά στην Αυγή και το βρήκε δεμένο εκεί που το είχε αφήσει πριν από 24 ώρες. Αυτός ήταν ο αείμνηστος Σταμάτης Μάτιος, πιστός στις παραδόσεις και στα ήθη και τα έθιμα του τόπου.